- οδοντοκλάστης
- οιατρ. μεγάλο πολυπύρηνο κύτταρο το οποίο ανήκει στην κατηγορία τών κυττάρων που συντελούν στην απορρόφηση τών ριζών τών νεογιλών δοντιών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. odontoclast < ὀδούς, ὀδόντος + -κλάστης (< κλῶ «σπάζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.